εταιρίς — ἑταιρίς, ἡ (Α) [εταίρα] η εταίρα («εἰσήγαγε τὰς ἑταιρίδας καὶ ἐκάθιζε παρ ἑκάστῳ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἑταιρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδα — ἑταιρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδας — ἑταιρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδες — ἑταιρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδι — ἑταιρίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδος — ἑταιρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδων — ἑταιρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίσι — ἑταιρίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίσιν — ἑταιρίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίδ' — ἑταιρίδα , ἑταιρίς fem acc sg ἑταιρίδι , ἑταιρίς fem dat sg ἑταιρίδε , ἑταιρίς fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)